ένστικτος

ένστικτος
-η, -ο
αυθόρμητος, από εσωτερική παρόρμηση («ο ένστικτος φόβος», «η ένστικτη δειλία του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”